ἑλισσομένη

ἑλισσομένη
ἑλίσσω
Acut. (Sp.)
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἑλισσομένῃ — ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το …   Dictionary of Greek

  • πολυδινής — ές, ΜΑ αυτός που στροβιλίζεται πολύ, που κάνει πολλές στροφές («ἑλισσομένη κεφαλὴ πολυδινέϊ παλμῷ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δινης (< δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω), πρβλ. ταχυ δινής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”